- κουτιαίνω
- 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + -ιαίνω (πρβλ. χλομ-ιαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτιαίνω — και κουταίνω κούτιανα, κουτιάστηκα, κουτιασμένος 1. κάνω κάποιον κουτό: Τον κούτιαναν οι γυναίκες. 2. γίνομαι κουτός: Κούτιανε από το διάβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek